ζουλεύω
Смотреть что такое "ζουλεύω" в других словарях:
ζουλεύω — βλ. ζηλεύω … Dictionary of Greek
ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… … Dictionary of Greek
ζούλεια — η ζήλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ζουλεύω, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… … Dictionary of Greek